ομοθαλλισμός

ομοθαλλισμός
ο
βιολ. η κατάσταση ενός κατώτερου φυτικού οργανισμού στον οποίο ο θαλλός είναι μορφολογικά και φυσιολογικά ταυτόσημος με τον θαλλό άλλου παρόμοιου οργανισμού και στον οποίο μπορεί να πραγματοποιηθεί η ένωση γαμετών που παράγονται στον ίδιο θαλλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homothallism < ομ(ο)-* + θαλλός «τρυφερός βλαστός» + -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”